- πρωτομορος
- πρωτόμοροςπρωτό-μοροςv. l. πρωτόμοιρος 2погибший раньше всех Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρωτόμορος — ον, Α αυτός που πεθαίνει πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μόρος «θάνατος» (< μείρομαι)] … Dictionary of Greek
πρωτομόροιο — πρωτόμορος dying masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόμοροι — πρωτόμορος dying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)